κινναμώμινος

Revision as of 22:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

η, ον,

   A prepared from or with κιννάμωμον, Antiph.35, Dsc.1.61, Ath.10.439b.

German (Pape)

[Seite 1441] von Zimmt gemacht; μύρον Pol. bei Ath. X, 439 b; πύλαι Luc. V. H. 2. 11.

Greek (Liddell-Scott)

κιννᾰμώμινος: -η, -ον, παρεσκευασμένος ἐκ κινναμώμου ἢ μετὰ κινναμώμου, Ἀντιφάν. ἐν «’Αντείᾳ» 2, Διοσκ. 1. 74, Ἀθήν. 439Β.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de cinname ou de cannelier.
Étymologie: κιννάμωμον.

Spanish

de cinamomo

Greek Monolingual

κινναμώμινος, -ίνη, -ον (Α) κιννάμωμον
αυτός που παρασκευάζεται από κιννάμωμο ή με κιννάμωμο.

Russian (Dvoretsky)

κιννᾰμώμινος: сделанный из корицы, коричный (μύρον Polyb.; πύλαι Luc.).