κλῇδες

Revision as of 22:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Greek (Liddell-Scott)

κλῇδες: Ἀττ. ὀνομ. πληθ. τοῦ κλείς.

Greek Monotonic

κλῇδες: Αττ. ονομ. πληθ. του κλείς.

Russian (Dvoretsky)

κλῇδες: атт. nom. pl. к κλείς.