κιμβερικόν
German (Pape)
[Seite 1438] τό, sc. ἱμάτιον, ein Frauenkleid, Ar. Lys. 45. 52; bei Phot. 165, 22 κιμμερικόν; Suid. las κιμβέρινον od. κιμμέρινον.
Greek (Liddell-Scott)
κιμβερικόν: τὸ, ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ κιμμερικόν, ὃ ἴδε.
Russian (Dvoretsky)
κιμβερικόν: τό (sc. ἱμάτιον) киммерийское платье, т. е. нарядное женское платье Arph.