κληματόομαι

Revision as of 22:58, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Pass., (κλῆμα)

   A put forth tendrils, κεκλημάτωται χλωρὸν οἰνάνθης δέμας S.Fr.255, cf. Thphr.CP2.10.3.

German (Pape)

[Seite 1450] in die Ranken schießen, wie der unbeschnittene Weinstock; Soph. frg. 239; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κλημᾰτόομαι: παθ. (κλῆμα) ἀναδίδω κλάδους, κεκλημάτωται χλωρὸν οἰνάνθης δέμας (κατὰ τὸν Bgk.) Σοφ. Ἀποσπ. 239, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 10, 3.

Russian (Dvoretsky)

κλημᾰτόομαι: (pf. κεκλημάτωμαι) пускать побеги, давать отпрыски Soph.