κρυπτάζω

Revision as of 23:18, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

German (Pape)

[Seite 1515] Nebenform von κρύπτω, Sp., v. l. bei D. Sic. 4, 77.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτάζω: τύπος παράλληλος τῷ κρύπτω, Διόδ. 4. 77, κτλ. Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κρυπτάζω (Α)
κρύβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. του κρύπτω, κατά τα ρ. σε -άζω].

Russian (Dvoretsky)

κρυπτάζω: Diod. v. l. = κρύπτω.