λεπαστή

Revision as of 23:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

(so Hdn.Gr.1.345) or λεπάστη, ἡ, (λεπάς)

   A limpet-shaped drinking-cup, Ar.Pax916, Pherecr.95, Cratin.423 (pl.):—also λεπαστίς, ίδος, ἡ, AJA31.349 (vase), Hsch.

German (Pape)

[Seite 29] ἡ, ein napfschneckenförmiges (λεπάς) Trinkgefäß, od. nach Ath. XI, 485 von λάψαι be-, nannt, Ar. Pax 916; andere Beispiele bringt Ath. a. a. O. bei; auch λεπάστη accentuirt.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
vase en forme de coquillage.
Étymologie: λέπας.

Greek Monolingual

λεπαστή ή λεπάστη και λεπαστίς, -ίδος, ἡ (Α) λεπάς
είδος ποτηριού που είχε σχήμα πεταλίδας.

Greek Monotonic

λεπαστή: ἡ, είδος ποτηριού που έχει σχήμα πεταλίδας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λεπαστή: ἡ чаша в виде раковины Arph.