[Seite 5] τό, poet. = λαγωβόλον, w. m. s.
λᾰγωοβόλον: τό, ἴδε ἐν λέξ. λαγωβόλον.
λαγωοβόλον, τὸ (Α)βλ. λαγωβόλος.
λᾰγωοβόλον: τό, = λαγωβόλον, σε Ανθ.
λᾰγωοβόλον: τό Anth. = λαγωβόλον.