λιπερνήτης

Revision as of 23:33, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

German (Pape)

[Seite 51] ὁ, = Vorigem, Maced. 31 (IX, 649), f. v. l. λιπερνίτης, die sich auch noch sonst findet.

Greek Monolingual

λιπερνήτης, ὁ, θηλ. λιπερνῆτις, -ιδος (Α) λιπερνής
λιπερνής.

Russian (Dvoretsky)

λῐπερνήτης: ου ὁ брошеный, покинутый, бесприютный Anth.