μαραυγέω

Revision as of 23:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A contract the pupil when exposed to light, of cats' eyes, Plu. 2.376f, cf. 599f.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰραυγέω: θαμβώνομαι, σκοτίζομαι, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, αἱ ἐν τοῖς ὄμμασιν αὐτοῦ κόραι... δοκοῦσι λεπτύνεσθαι καὶ μαραυγεῖν Πλούτ. 2. 376Ε, 599F· ἴδε Ἑρμμάν. Πονημ. 4. 268. (Ἐκ τοῦ μαραίνω, αὐγή, πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 671· ἢ ἐκ τοῦ μαρμαίρω, αὐγή).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être ébloui, avoir un éblouissement.
Étymologie: DELG μαρμάρεος et αὐγή.

Russian (Dvoretsky)

μᾰραυγέω: терять зрение, слепнуть Plut.