μελισσουργός

Revision as of 23:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Att. μελιττ-, ὁ,

   A = μελισσεύς, Pl.R.564c, Lg.842d, Arist.HA554a2, Thphr.HP6.2.3, PCair.Zen.368.5, al. (iii B. C.), PTeb.5.140 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 124] att. μελιττουργός, sich mit Bienen beschäftigend; ὁ μελ., der Bienenzüchter, neben νομεύς, Plat. Legg. VIII, 842 d; Ael. H. A. 1, 9 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσουργός: Ἀττ. μελιττ-, ὁ, (ἔργον) = μελισσεύς, Πλάτ. Πολ. 564C (Ἀντιγρ. μελιτουργός), Νόμ. 842D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éleveur d’abeilles, apiculteur.
Étymologie: μέλισσα, ἔργον.

Greek Monolingual

ο (Α μελισσουργός και αττ. τ. μελιττουργός)
μελισσοκόμος («ἐν μιᾷ γὰρ ἢ ἐν δυσὶν ἡμέραις πλήρη εὑρίσκουσι τὰ σμήνη οἱ μελιττουργοὶ μέλιτος», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ζωολ. ο μελισσοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -ουργός].

Russian (Dvoretsky)

μελισσουργός: атт. μελιττουργός ὁ пчеловод Plat., Arst.