νομοδείκτης

Revision as of 00:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ου, Dor. -τας, ὁ,

   A one who explains laws, legal adviser, IG5(1).1390.114 (Andania, i B.C.), BSA26.166 (Sparta), IGRom.4.468.19 (Pergam.), Plu.TG9.

Greek (Liddell-Scott)

νομοδείκτης: -ου, ὁ, ὁ ἑρμηνεύων τοὺς νόμους, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui explique les lois, jurisconsulte.
Étymologie: νόμος, δείκνυμι.

Greek Monolingual

νομοδείκτης, δωρ. τ. νομοδείκτας, ὁ (Α)
ερμηνευτής νόμων, νομικός σύμβουλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + δείκτης (< δείκνυμι)].

Greek Monotonic

νομοδείκτης: -ου, ὁ, ερμηνευτής νόμων, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

νομοδείκτης: ου ὁ толкователь законов, законовед Plut.