νυκτιφαής
English (LSJ)
ές,
A shining by night, φῶς Parm.14, cf. Orph.H.54.10.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐφαής: -ές, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λάμπων, Παρμεν. παρὰ Πλουτ. 2. 1116Α, Ὀρφ. Ὕμν. 53. 10˙ οὕτω, νυκτοφαής, Νόνν. Δ. 44. 218.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille pendant la nuit.
Étymologie: νύξ, φάος.
Spanish
Greek Monolingual
νυκτιφαής, -ές (Α)
βλ. νυκτοφαής.
Russian (Dvoretsky)
νυκτῐφαής: сияющий ночью (φῶς Plut.).