νυκτιφαής

Revision as of 00:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ές,

   A shining by night, φῶς Parm.14, cf. Orph.H.54.10.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐφαής: -ές, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λάμπων, Παρμεν. παρὰ Πλουτ. 2. 1116Α, Ὀρφ. Ὕμν. 53. 10˙ οὕτω, νυκτοφαής, Νόνν. Δ. 44. 218.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille pendant la nuit.
Étymologie: νύξ, φάος.

Spanish

que brilla en la noche

Greek Monolingual

νυκτιφαής, -ές (Α)
βλ. νυκτοφαής.

Russian (Dvoretsky)

νυκτῐφαής: сияющий ночью (φῶς Plut.).