οἰκτροχοέω

Revision as of 00:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

φωνήν,

   A pour forth a piteous strain, Ar.V.555.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτροχοέω: φωνήν, ἐκπέμπω θλιβερὸν ᾆσμα, Ἀριστοφ. Σφ. 555.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se répandre en lamentations.
Étymologie: οἰκτρός, χοή.

Greek Monotonic

οἰκτροχοέω: μέλ. -ήσω (χέω), εκφέρω θλιβερή ωδή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκτροχοέω: разливаться в жалобах: οἰ. φωνήν Arph. жалобно молить.