νωθρότης

Revision as of 00:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A = νωθρεία, Hp.Prorrh.1.13,70, Arist.Rh.1390b30 ; ἡ ἐκ τοῦ γήρως ν. LXX 3 Ma.4.5 : pl., Gal.8.161.

Greek (Liddell-Scott)

νωθρότης: -ητος, ἡ, χαυνότης, βραδύτης, Ἱππ. 68C, 72F, Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
lenteur, nonchalance.
Étymologie: νωθρός.

Russian (Dvoretsky)

νωθρότης: ητος ἠ лень, вялость (ν. καὶ ἀβελτερία Arst., Plut.).