Ὀλυμπίαζε

Revision as of 00:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

French (Bailly abrégé)

adv.
à Olympie avec mouv.
Étymologie: Ὀλυμπίας, -δε.

Greek Monotonic

Ὀλυμπίαζε: επίρρ., προς την Ολυμπία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Ὀλυμπίαζε: adv. в Олимпию Thuc.