Ὀλυμπίαζε
French (Bailly abrégé)
adv.
à Olympie avec mouv.
Étymologie: Ὀλυμπίας, -δε.
Greek Monotonic
Ὀλυμπίαζε: επίρρ., προς την Ολυμπία, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Ὀλυμπίαζε: adv. в Олимпию Thuc.
adv.
à Olympie avec mouv.
Étymologie: Ὀλυμπίας, -δε.
Ὀλυμπίαζε: επίρρ., προς την Ολυμπία, σε Θουκ.
Ὀλυμπίαζε: adv. в Олимпию Thuc.