ὁλόχροος

Revision as of 00:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον, contr. ὁλό-χρους, ουν,

   A all of one colour, ζῷα Arist.GA785b19.

German (Pape)

[Seite 328] zsgzg. ὁλόχρους, ganz von einer Farbe, nicht bunt, Arist. gen. an. 5, 6, im Ggstz von ποικίλος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἐπὶ ζῴων ὧν τὸ σῶμα ὅλον τὴν αὐτὴν χροιὰν ἔχει, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 6, 1.

Russian (Dvoretsky)

ὁλόχροος: стяж. ὁλόχρους 2 одноцветный (ζῷα Arst.).