ὁπλότατος

Revision as of 01:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

French (Bailly abrégé)

η, ον :
le plus jeune, litt. le mieux armé par les bras, les mains, à cause de la vigueur de la jeunesse.
Étymologie: ὅπλον.

English (Slater)

ὁπλότατος
   1 youngest παίδων ὁπλοτάτου Φυλακίδα (I. 6.6) πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται (I. 8.18)

Russian (Dvoretsky)

ὁπλότατος: наиболее способный носить оружие, наиболее сильный, т. е. самый младший (Νέστορος θυγάτηρ Hom.).