ὀφλεῖν

Revision as of 01:15, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

German (Pape)

[Seite 426] aor. zu ὀφλισκάνω, das praes. ὀφλέω ist zw.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφλεῖν: «ὀφείλειν ἐκ καταδίκης» Ἡσύχ., ἴδε ἐν λέξει ὀφλισκάνω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de ὀφλισκάνω.

Greek Monotonic

ὀφλεῖν: απαρ. αορ. βʹ του ὀφλισκάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀφλεῖν: inf. aor. 2 к ὀφλισκάνω.