ὀριδρόμος
English (LSJ)
A v. ὀρειδρόμος.
German (Pape)
[Seite 377] f. L. statt ὀρειδρόμος.
Greek Monolingual
ὀριδρόμος, -ον (Α)
δ. γρφ.) βλ. ορειδρόμος.
Russian (Dvoretsky)
ὀρῑδρόμος: v. l. = ὁρειδορόμος.
A v. ὀρειδρόμος.
[Seite 377] f. L. statt ὀρειδρόμος.
ὀριδρόμος, -ον (Α)
δ. γρφ.) βλ. ορειδρόμος.
ὀρῑδρόμος: v. l. = ὁρειδορόμος.