Dor. for πηνίζομαι.
[Seite 460] dor. = πηνίζομαι, Theocr.
Α(δωρ. τ.) βλ. πηνίζομαι.
πᾱνίσδομαι: Δωρ. αντί πηνίζομαι.
πᾱνίσδομαι: дор. = πηνίζομαι.