παράορος
English (LSJ)
A v. παρήορος. παραός· ἀετός (Maced.), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
παράορος: ἴδε ἐν λ. παρήορος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράορος· σειραφόρος».
French (Bailly abrégé)
dor. c. παρήορος.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. παρήορος.
Greek Monotonic
παράορος: Δωρ. αντί παρ-ήορος.
Russian (Dvoretsky)
παράορος: дор. = παρήορος I.