πέλεθος

Revision as of 01:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ὁ,

   A ordure, dung, Ar.Ach. 1170, Ec.595 (σπέλεθος codd., cf. Moer.p.310 P.) : pl., πελέθοις βοῶν S. Ichn.414.

German (Pape)

[Seite 550] ὁ, auch σπέλεθος, Menschenkoth, Ar. Ach. 1169 Eccl. 591 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πέλεθος: ὁ, ἀνθρωπίνη κόπρος, περίττωμα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1169, Ἐκκλ. 595· ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν οὐχὶ Ἀττ. τύπον, σπέλεθος, ὃν μνημονεύει ὁ Μοῖρις σ. 310.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
excrément.
Étymologie: DELG v. σπέλεθος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. σπέλεθος.

Greek Monotonic

πέλεθος: ὁ, κόπρανα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πέλεθος: ὁ экскременты Arph.