A v. παλιρρύμη.
πᾰλινρύμη: παλίνρυτος, ἴδε παλιρρύμν, -ρυτος.
παλινρύμη, ἡ (Α)βλ. παλιρρύμη.
πᾰλινρύμη: ἡ Polyb. = παλιρρύμη.