ον,
A shining round, c. gen., Arist.Mu.395b1.
[Seite 569] = περιαυγής, Arist. mund. 4, 22.
-ον, Ααυτός που φωτίζεται ολόγυρα, ολόφωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αυγος (< αὐγή), πρβλ. έξ-αυγος].
περίαυγος: Arst. = περιαυγής.