πέποσθε: Ἐπικ. ἀντὶ πεπόνθατε, ἴδε ἐν λ. πάσχω.
2ᵉ pl. poét. pf.2 de πάσχω.
see πάσχω.
πέποσθε: Επικ. αντί πεπόνθατε, βʹ πληθ. παρακ. του πάσχω.
πέποσθε: эп. (= πεπόνθατε) 2 л. pl. pf. 2 к πάσχω.