περισσείω

Revision as of 02:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

German (Pape)

[Seite 592] poet. = περισείω.

Greek (Liddell-Scott)

περισσείω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ περισείω.

English (Autenrieth)

see περισαίνω, περισείω.

Russian (Dvoretsky)

περισσείω: эп. = * περισείω.