πετράεις

Revision as of 02:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (Slater)

πετρᾱεις
   1 rocky πετραέσσας ἐκ Πυθῶνος (O. 6.48)

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πετρᾱ́εις -ᾱ́εσσα -ᾶεν Dor. voor πετρήεις.

Russian (Dvoretsky)

πετράεις: άεσσα, ᾶεν (ᾱ) дор. = πετρήεις.