πετρίδιον

Revision as of 02:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

τό, Dim. of πέτρα, Arist.HA547b21, Fr.338, Thphr.Fr.160, AP9.570 (Phld.), Porph.Abst.2.17.

German (Pape)

[Seite 606] τό, dim. von πέτρα, kleiner Fels; Arist. H. A. 5, 15; Ath. VII, 323 d.

Greek (Liddell-Scott)

πετρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πέτρα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 16, Ἀνθ. Π. 9. 570, Ἀθήν. 323D, κτλ.

Greek Monolingual

τὸ, Α πέτρα
μικρή πέτρα.

Greek Monotonic

πετρίδιον: τό, υποκορ. του πέτρα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πετρίδιον: (ῐδ) τό небольшая скала Arst., Anth.