πεφοβημένως

Revision as of 02:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

Adv., (φοβέομαι)

   A timorously, X.HG7.5.25.

German (Pape)

[Seite 607] (φοβέομαι), erschrocken, furchtsam, Xen. Hell. 7, 5, 25.

Greek (Liddell-Scott)

πεφοβημένως: Ἐπίρρ. τοῦ φοβέομαι, μετὰ φόβου, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 25.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec effroi.
Étymologie: πεφοβημένος, part. pf. Pass. de φοβέω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με φόβο, φοβισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφοβημένος του φοβοῦμαι].

Russian (Dvoretsky)

πεφοβημένως: со страхом, в страхе Xen.