πλόμος

Revision as of 02:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ὁ,

   A = φλόμος, Arist.HA602b31:—hence πλομίζω, poison with mullein, ἰχθῦς ib.603a1.

German (Pape)

[Seite 637] ὁ, u. πλομίζω, s. φλόμος, φλομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

πλόμος: ὁ = φλόμος, verb scum, τοὺς ἰχθῦς ἀποθνήσκειν τῷ πλόμῳ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 3· ― πλομίζω, δηλητηριάζω διὰ τοῦ φλόμου, τοὺς ἐν τοῖς ποταμοῖς καὶ λίμναις θηρεύειν πλομίζοντας αὐτόθι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φλόμος, βουκάμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φλόμος].

Russian (Dvoretsky)

πλόμος: ὁ бот. коровяк (Verbascum thapsus L - семенами которого пользовалась для одурманивания рыбы) Arst.