πολιτηΐη

Revision as of 02:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἡ, Ion. for πολιτεία.

German (Pape)

[Seite 657] ἡ, ion. = πολιτεία.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πολιτεία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ιων. τ. βλ. πολιτεία.

Greek Monotonic

πολῑτηΐη: ἡ, Ιων. αντί πολιτεία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιτηΐη, ἡ Ion. voor πολιτεία.

Russian (Dvoretsky)

πολῑτηΐη: ἡ ион. = πολιτεία.