πλάνιος

Revision as of 02:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

[ᾰ], ον, poet. for πλάνος, AP7.715 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 625] poet. statt πλάνος, πλανίων ἄβιος βίος, Leon. Tar. 100 (VII, 715).

Greek (Liddell-Scott)

πλάνιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πλάνος, Ἀνθ. Π. 7. 715.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) πλάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πλάνος.

Greek Monotonic

πλάνιος: -ον, ποιητ. αντί πλάνος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πλάνιος: (ᾰ) ὁ странник, скиталец: πλανίων ἄβιος βίος Anth. ужасная жизнь скитальцев.