προδείελος

Revision as of 02:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A before evening, π. ἔστιχεν Theoc.25.223.

German (Pape)

[Seite 714] vor Abend geschehend, σήραγγα προδείελος ἔστιχεν εἰς ἥν Theocr. 25, 223.

Greek (Liddell-Scott)

προδείελος: -ον, πρὸ τῆς ἑσπέρας, πρ. ἔστιχεν Θεόκρ. 25. 223.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait ou se fait avant le coucher du soleil.
Étymologie: πρό, δείελος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συμβαίνει ή γίνεται πριν από την εσπέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δείελος «εσπερινός, δειλινός»].

Greek Monotonic

προδείελος: -ον, αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει πριν το απόγευμα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

προδείελος: предвечерний: π. στείχει Thuc. он идет в предвечерний час.