προσεδρία

Revision as of 02:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A v. προσεδρεία.

German (Pape)

[Seite 757] ἡ, = προσεδρεία, Eur. Or. 93. 304.

Greek (Liddell-Scott)

προσεδρία: ἡ, ἴδε ἐν λ. προσεδρεία.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. προσεδρεία.

Greek Monotonic

προσεδρία: ἡ, βλ. προσεδρεία.

Russian (Dvoretsky)

προσεδρία: ἡ Eur. v. l. = προσεδρεία.