προσκνήθω

Revision as of 03:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A scratch, tickle, κάπρον χειρί Trag.Adesp.383.

German (Pape)

[Seite 770] = Vorigem, poet. bei Plut. de cohib. ira 15, χειρί, mit der Hand reibend, kitzelnd.

Greek (Liddell-Scott)

προσκνήθω: ξύνω, γαργαλίζω, κάπρον χειρὶ Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 462F.

French (Bailly abrégé)

c. προσκνάομαι.
Étymologie: πρός, κνήθω.

Greek Monolingual

Α
ξύνω ή γαργαλώ («κάπρον παῑς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ», Τραγ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κνήθω «ξύνω»].

Russian (Dvoretsky)

προσκνήθω: почесывать или щекотать (χειρί Plut.).