προὔπεμψα

Revision as of 03:06, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Greek (Liddell-Scott)

προὔπεμψα: ἀντὶ προέπεμψα, Ὄμηρ.

French (Bailly abrégé)

ao. de προπέμπω.

Greek Monotonic

προὔπεμψα: συνηρ. αντί προ-έπεμψα.

Russian (Dvoretsky)

προὔπεμψα: стяж. aor. к προπέμπω.