Σαμοθρᾴκιος
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Samothrace.
Étymologie: Σαμοθρᾴκη.
Russian (Dvoretsky)
Σᾰμοθρᾴκιος: ион. Σᾰμοθρηΐκιος 3 самофракийский Her., Plut.
α, ον :
de Samothrace.
Étymologie: Σαμοθρᾴκη.
Σᾰμοθρᾴκιος: ион. Σᾰμοθρηΐκιος 3 самофракийский Her., Plut.