σκυτεύς

Revision as of 03:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

έως, ὁ,= σκυτοτόμος, Ar. Av.491, Pl.Grg.491a, X.Ages.1.26, Archipp.30, PPetr.2p.108 (iii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 908] ὁ, Lederarbeiter, Schuster; Ar. Av. 494; Plat. Rep. X, 601 c; Xen. u. Folgde, wie Arist. pol. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτεύς: έως, ὁ, (σκῦτος) = σκυτοτόμος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 491, Πλάτ. Γοργ. 491Α, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, κτλ.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
tout ouvrier travaillant le cuir, particul. cordonnier.
Étymologie: σκῦτος.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. σκυτεύτρια, Α
αυτός που κατεργάζεται τα δέρματα, σκυτοτόμος, υποδηματοποιός («καὶ οἱ τέκτονες καὶ oἱ σιδηρεῑς καὶ σκυτεῑς... πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «δέρμα, βύρσα» + κατάλ. -εύς (πρβλ. βυρσ-εύς)].

Greek Monotonic

σκῡτεύς: -έως, ὁ (σκῦτος), = σκυτοτόμος, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτεύς -εως, ὁ [σκῦτος] leerbewerker, spec. schoenmaker.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτεύς: έως ὁ сапожник, башмачник Arph., Xen. etc.