σκεθρῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
exactement.
Étymologie: σκεθρός.
Russian (Dvoretsky)
σκεθρῶς: 1) точно, ясно (προὐξεπίστασθαι Aesch.; ὁρᾶν Eur.);
2) тщательно (διορίζειν Aesch.).
adv.
exactement.
Étymologie: σκεθρός.
σκεθρῶς: 1) точно, ясно (προὐξεπίστασθαι Aesch.; ὁρᾶν Eur.);
2) тщательно (διορίζειν Aesch.).