A v. στοά.
[Seite 945] ἡ, = στοά; Ar. Eccl. 676. 686; Eur. Heracl. 431.
στοιά: ἡ, ἴδε στοά.
ἡ, Αβλ. στοά.
στοιά: ἡ Arph. = στοά.