ἡ,
A v. στάδιος.
[Seite 926] ἡ, s. στάδιος.
στᾰδίη: ἡ, ἴδε στάδιος.
v. στάδιος.
see στάδιος.
ἡ, Αβλ. στάδιος.
στᾰδίη: ἡ, βλ. στάδιος.
στᾰδίη: ἡ (sc. ὑσμίνη) рукопашный бой Hom.