συγγένειος

Revision as of 04:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A akin, kindred, Ζεὺς σ. presiding over kindred, E.Fr.1000.

Greek (Liddell-Scott)

συγγένειος: -ον, συγγενικός, συγγένειος Ζεύς, “ὁ τὰ τῆς συγγενείας δίκαια ἐφορῶν” Εὐριπ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 5 (Εὐρ. Ἀποσπ. 988): - συγγενειάζω, εἶμαι συγγενὴς πρός τινα, συγγενεύω, τινὶ Ἐπιφάν. τ. 1, σελ. 986. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 324.

Greek Monolingual

-ον, Α συγγενής
συγγενικός.

Greek Monolingual

-ον, Α συγγενής
συγγενικός.

Russian (Dvoretsky)

συγγένειος: охраняющий родственные узы (Ζεύς Eur.).