συκοφαντώδης

Revision as of 04:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ες,=

   A συκοφαντικός δίκη Lys.Fr.1.1 (Comp.); κρίσεις D.S.15.40; κατηγορία Mitteis Chr. 68.19 (i A.D.); οἱ Ἀττικοὶ σ. Dicaearch.1.4.

German (Pape)

[Seite 974] ες, sykophantenähnlich, -artig, D. Sic. 15, 40.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφαντώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς συκοφάντην, Λυσί. Ἀποσπ. 2. 1, Διόδ. 15. 40.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α συκοφάντης
συκοφαντικός.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α συκοφάντης
συκοφαντικός.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοφαντώδης: имеющий сикофантский характер (κρίσεις Diod.).