σιωπητέος
English (LSJ)
α, ον,
A to be passed over in silence, Luc.Hist. Conscr.27. II σιωπητέον, one must pass over in silence, ib.6.
Greek (Liddell-Scott)
σιωπητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 35. ΙΙ. σιωπητέον, πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, αὐτόθι 6.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de σιωπάω.
Greek Monotonic
σιωπητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του σιωπάω·
I. αυτός που πρέπει να αποσιωπηθεί, σε Λουκ.
II. σιωπητέον, κάτι που πρέπει να αποσιωπηθεί, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σιωπητέος: Luc. adj. verb. к σιωπάω.