συναναμιμνῄσκω

Revision as of 04:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

French (Bailly abrégé)

rappeler en même temps : τινί τινος qch au souvenir de qqn.
Étymologie: σύν, ἀναμιμνῄσκω.

Russian (Dvoretsky)

συναναμιμνῄσκω: приводить на память, напоминать (τινί τινος Plut.): συναναμνησθείς τινί τι Plat. вспомнив вместе с кем-л. что-л.