συνδιηθέομαι

Revision as of 04:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Pass.,

   A to be filtered through together, Pl.Ti.66e, Gal.17(1).836.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιηθέομαι: Παθητ., διηθέομαι, διυλίζομαι, στραγγίζομαι, «σουρώνομαι» ὁμοῦ, Πλάτ. Τίμ. 66Ε.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδιηθέομαι [σύν, διηθέω] alleen pass. samen gefilterd worden.

Russian (Dvoretsky)

συνδιηθέομαι: вместе процеживаться, просачиваться, проникать (ὀσμὴ συνδιηθεῖται Plat.).