συνεκπλώω

Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

German (Pape)

[Seite 1013] ion. = συνεκπλέω, συνεκπλῶσαι Her. 1, 5.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συνεκπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνεκπλέω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. συνεκπλέω.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπλώω: ион. = συνεκπλέω.