συμπαῖσδεν
Greek (Liddell-Scott)
συμπαῖσδεν: Δωρ. ἀντὶ συμπαίζειν, Θεόκρ. 11. 77.
Russian (Dvoretsky)
συμπαῖσδεν: v. l. συμπαίσδεν дор. inf. к συμπαίζω.
συμπαῖσδεν: Δωρ. ἀντὶ συμπαίζειν, Θεόκρ. 11. 77.
συμπαῖσδεν: v. l. συμπαίσδεν дор. inf. к συμπαίζω.