σχέμεν

Revision as of 04:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Greek (Liddell-Scott)

σχέμεν: σχέμεναι, ἴδε ἐν λεξ. ἔχω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de ἔχω.

English (Autenrieth)

see ἔχω.

Greek Monotonic

σχέμεν: σχέμεναι, Επικ. αντί σχεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

σχέμεν: эп. = σχεῖν.