τιαροειδής

Revision as of 04:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ές,

   A like or shaped like a tiara, X.An.5.4.13.

German (Pape)

[Seite 1109] ές, von der Art od. Gestalt der τιάρα, Xen. An. 5, 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

τιᾱροειδής: ὁ ἔχων σχῆμα τιάρας ἢ ὅμοιος τιάρᾳ, κράνη.... ἐγγύτατα τιαροειδῆ Ξεν. Ἀν. 5. 4. 13.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de tiare.
Étymologie: τιάρα, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές, Α
όμοιος με τιάρακράνη... κρωβύλον ἔχοντα κατὰ μέσον ἐγγύτατα τιαροειδῆ...», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιάρα + -ειδής].

Greek Monotonic

τῐᾱροειδής: -ές, αυτός που έχει σχήμα τιάρας ή είναι όμοιος με τιάρα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τιᾱροειδής: тиарообразный (κρώβυλος Xen.).